βραδύπεπτος

βραδύπεπτος
-η, -ο (Α βραδύπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που χωνεύεται αργά και δύσκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πέσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω» (πρβλ. άπεπτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραδύπεπτα — βραδύπεπτος slow of digestion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύπεπτοι — βραδύπεπτος slow of digestion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυπεπτοτέρα — βραδυπεπτοτέρᾱ , βραδύπεπτος slow of digestion fem nom/voc/acc comp dual βραδυπεπτοτέρᾱ , βραδύπεπτος slow of digestion fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδυπεψία — η (Α βραδυπεψία) [βραδύπεπτος] παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από βραδύτητα και δυσχέρεια στην πέψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”